- ἠρέμ'
- ἠρέμα , ἠρέμαgentlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακλονίζω — (Μ) συνταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. κατ ε κλόν ησ α τού κατακλονῶ «συνταράσσω», κατὰ το σχήμα κατ ε δρόσ ισα: κα τα δροσ ίζω (πρβλ. και ηρεμ ίζω ηρεμ ώ, οχλ ίζω οχλώ)] … Dictionary of Greek
ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… … Dictionary of Greek
καρτάζω — (Α) καρτύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρτα (Ι) + κατάλ. άζω (πρβλ. ηρεμ άζω, συχν άζω)] … Dictionary of Greek
κοινοδημεί — (Α) επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο τού κοινοδημίου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ ιον + επιρρμ. κατάλ. εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρ εί, ηρεμ εί)] … Dictionary of Greek
πανωλεθρί — Α επίρρ. με πλήρη αφανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλεθρος + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ηρεμ ί] … Dictionary of Greek